Translation meaning & definition of the word "coolly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψυχρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coolly
[Δροσερά]/kuli/
adverb
1. In a composed and unconcerned manner
- "Without more ado barker borrowed a knife from his brigade major and honed it on a carborundum stone as coolly as a butcher"
- synonym:
- coolly ,
- nervelessly ,
- nonchalantly
1. Με συνθετικό και αδιάφορο τρόπο
- "Χωρίς περισσότερα ο μπάρκερ δανείστηκε ένα μαχαίρι από την ταξιαρχία του και το τίμησε σε μια πέτρα καρβουνίου τόσο δροσερά όσο ένας χασάπης"
- συνώνυμο:
- δροσερά ,
- ανεπαίσθητα ,
- ανεπιθύμητα