Translation meaning & definition of the word "cool" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δροσερό" στην ελληνική γλώσσα
Cool
[Δροσερός]noun
1. The quality of being at a refreshingly low temperature
- "The cool of early morning"
- synonym:
- cool
1. Η ποιότητα της ύπαρξης σε μια αναζωογονητικά χαμηλή θερμοκρασία
- "Η δροσιά του νωρίς το πρωί"
- συνώνυμο:
- δροσερός
2. Great coolness and composure under strain
- "Keep your cool"
- synonym:
- aplomb ,
- assuredness ,
- cool ,
- poise ,
- sang-froid
2. Μεγάλη δροσιά και ψυχραιμία υπό πίεση
- "Κρατήστε την ψυχραιμία σας"
- συνώνυμο:
- απλούμπα ,
- εξασφάλιση ,
- δροσερός ,
- ενδυμασία ,
- τραγουδιστής
verb
1. Make cool or cooler
- "Chill the food"
- synonym:
- cool ,
- chill ,
- cool down
1. Κάντε δροσερό ή πιο δροσερό
- "Χαλαρώστε το φαγητό"
- συνώνυμο:
- δροσερός ,
- ψύχρα ,
- κρυώνω
2. Loose heat
- "The air cooled considerably after the thunderstorm"
- synonym:
- cool ,
- chill ,
- cool down
2. Χαλαρή θερμότητα
- "Ο αέρας ψύχθηκε σημαντικά μετά την καταιγίδα"
- συνώνυμο:
- δροσερός ,
- ψύχρα ,
- κρυώνω
3. Lose intensity
- "His enthusiasm cooled considerably"
- synonym:
- cool ,
- cool off ,
- cool down
3. Χάνω την ένταση
- "Ο ενθουσιασμός του έχει κρυώσει σημαντικά"
- συνώνυμο:
- δροσερός ,
- αποφεύγω ,
- κρυώνω
adjective
1. Neither warm nor very cold
- Giving relief from heat
- "A cool autumn day"
- "A cool room"
- "Cool summer dresses"
- "Cool drinks"
- "A cool breeze"
- synonym:
- cool
1. Ούτε ζεστό ούτε πολύ κρύο
- Ανακούφιση από τη θερμότητα
- "Μια ωραία φθινοπωρινή μέρα"
- "Ένα δροσερό δωμάτιο"
- "Δροσερά καλοκαιρινά φορέματα"
- "Δροσερά ποτά"
- "Ένα δροσερό αεράκι"
- συνώνυμο:
- δροσερός
2. Marked by calm self-control (especially in trying circumstances)
- Unemotional
- "Play it cool"
- "Keep cool"
- "Stayed coolheaded in the crisis"
- "The most nerveless winner in the history of the tournament"
- synonym:
- cool ,
- coolheaded ,
- nerveless
2. Χαρακτηρίζεται από ήρεμο αυτοέλεγχο (ειδικά σε δοκιμαστικές συνθήκες)
- Αντιφατικό
- "Παίξτε το δροσερό"
- "Κρατήστε δροσερό"
- "Μείνει ψύχραιμος στην κρίση"
- "Ο πιο ανείπωτος νικητής στην ιστορία του τουρνουά"
- συνώνυμο:
- δροσερός ,
- ψυχρός ,
- ανεπαίσθητοσ
3. (color) inducing the impression of coolness
- Used especially of greens and blues and violets
- "Cool greens and blues and violets"
- synonym:
- cool
3. (χρω) προκαλώντας την εντύπωση της δροσιάς
- Χρησιμοποιείται ειδικά για χόρτα και μπλε και βιολέτες
- "Δροσερά χόρτα και μπλε και βιολέτες"
- συνώνυμο:
- δροσερός
4. Psychologically cool and unenthusiastic
- Unfriendly or unresponsive or showing dislike
- "Relations were cool and polite"
- "A cool reception"
- "Cool to the idea of higher taxes"
- synonym:
- cool
4. Ψυχολογικά δροσερό και ανθυγιεινό
- Εχθρικό ή μη ανταποκρινόμενο ή δείχνει αντιπάθεια
- "Οι σχέσεις ήταν ωραίες και ευγενικές"
- "Μια δροσερή υποδοχή"
- "Ψυχρός στην ιδέα των υψηλότερων φόρων"
- συνώνυμο:
- δροσερός
5. (used of a number or sum) without exaggeration or qualification
- "A cool million bucks"
- synonym:
- cool
5. (χρησιμοποιείται για έναν αριθμό ή το σουμ) χωρίς υπερβολή ή προσόντα
- "Ένα δροσερό εκατομμύριο δολάρια"
- συνώνυμο:
- δροσερός
6. Fashionable and attractive at the time
- Often skilled or socially adept
- "He's a cool dude"
- "That's cool"
- "Mary's dress is really cool"
- "It's not cool to arrive at a party too early"
- synonym:
- cool
6. Μοντέρνο και ελκυστικό εκείνη την εποχή
- Συχνά ειδικευμένος ή κοινωνικά έμπειρος
- "Είναι ένας ωραίος τύπος"
- "Αυτό είναι ωραίο"
- "Το φόρεμα της μαρίας είναι πραγματικά δροσερό"
- "Δεν είναι ωραίο να φτάσεις σε ένα πάρτι πολύ νωρίς"
- συνώνυμο:
- δροσερός