Translation meaning & definition of the word "cooking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαγείρεμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cooking
[Μαγειρική]/kʊkɪŋ/
noun
1. The act of preparing something (as food) by the application of heat
- "Cooking can be a great art"
- "People are needed who have experience in cookery"
- "He left the preparation of meals to his wife"
- synonym:
- cooking ,
- cookery ,
- preparation
1. Η πράξη της προετοιμασίας κάτι (ας τρόφιμο) με την εφαρμογή της θερμότητας
- "Η μαγειρική μπορεί να είναι μια μεγάλη τέχνη"
- "Οι άνθρωποι χρειάζονται που έχουν εμπειρία στη μαγειρική"
- "Άφησε την προετοιμασία των γευμάτων στη σύζυγό του"
- συνώνυμο:
- μαγείρεμα ,
- μαγειρική ,
- προετοιμασία
Examples of using
What stink! Are you cooking some cauliflower?
Τι βρωμερό! Μαγειρεύετε κουνουπίδι?
The pies are still cooking.
Οι πίτες μαγειρεύουν ακόμα.
The pizza is cooking in the oven.
Η πίτσα μαγειρεύει στο φούρνο.