Translation meaning & definition of the word "coo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Coo
[Κο]/ku/
noun
1. The sound made by a pigeon
- synonym:
- coo
1. Ο ήχος που φτιάχνεται από ένα περιστέρι
- συνώνυμο:
- κόο
verb
1. Speak softly or lovingly
- "The mother who held her baby was cooing softly"
- synonym:
- coo
1. Μιλήστε απαλά ή με αγάπη
- "Η μητέρα που κρατούσε το μωρό της είχε απαλά καλλιεργηθεί"
- συνώνυμο:
- κόο
2. Cry softly, as of pigeons
- synonym:
- coo
2. Κλάψτε απαλά, από τα περιστέρια
- συνώνυμο:
- κόο