Translation meaning & definition of the word "convoy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνοδεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Convoy
[Συνεννοητικόσ]/kɑnvɔɪ/
noun
1. A procession of land vehicles traveling together
- synonym:
- convoy
1. Μια πομπή χερσαίων οχημάτων που ταξιδεύουν μαζί
- συνώνυμο:
- συνοδεία
2. A collection of merchant ships with an escort of warships
- synonym:
- convoy
2. Συλλογή εμπορικών πλοίων με συνοδεία πολεμικών πλοίων
- συνώνυμο:
- συνοδεία
3. The act of escorting while in transit
- synonym:
- convoy
3. Η πράξη της συνοδείας ενώ βρίσκεστε σε διέλευση
- συνώνυμο:
- συνοδεία
verb
1. Escort in transit
- "The trucks convoyed the cars across the battle zone"
- "The warships convoyed the merchant ships across the pacific"
- synonym:
- convoy
1. Συνοδεία σε διέλευση
- "Τα φορτηγά συνοδεύουν τα αυτοκίνητα σε όλη τη ζώνη μάχης"
- "Τα πολεμικά πλοία συγκλόνισαν τα εμπορικά πλοία σε όλο τον ειρηνικό"
- συνώνυμο:
- συνοδεία