Translation meaning & definition of the word "convoluted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπεριλαμβάνεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Convoluted
[Συμπεριλαμβάνεται]/kɑnvəlutəd/
adjective
1. Rolled longitudinally upon itself
- "A convolute petal"
- synonym:
- convolute ,
- convoluted
1. Κυλημένος κατά μήκος πάνω στον εαυτό του
- "Ένα απόλυτο πέταλο"
- συνώνυμο:
- συνεσταλμένοσ ,
- περίπλοκο
2. Highly complex or intricate and occasionally devious
- "The byzantine tax structure"
- "Byzantine methods for holding on to his chairmanship"
- "Convoluted legal language"
- "Convoluted reasoning"
- "The plot was too involved"
- "A knotty problem"
- "Got his way by labyrinthine maneuvering"
- "Oh, what a tangled web we weave"- sir walter scott
- "Tortuous legal procedures"
- "Tortuous negotiations lasting for months"
- synonym:
- Byzantine ,
- convoluted ,
- involved ,
- knotty ,
- tangled ,
- tortuous
2. Εξαιρετικά περίπλοκο ή περίπλοκο και περιστασιακά ύπουλο
- "Η βυζαντινή φορολογική δομή"
- "Βυζαντινές μέθοδοι για να κρατήσει την προεδρία του"
- "Συμμετοχική νομική γλώσσα"
- "Συμμετοχική λογική"
- "Η πλοκή ήταν πολύ εμπλεκόμενη"
- "Ένα αστείο πρόβλημα"
- "Ξεκίνησε το δρόμο του από δαιδαλώδεις ελιγμούς"
- "Ω, τι μπερδεμένη ύφανση στο διαδίκτυο" - σερ γουόλτερ σκοτ
- "Βαριές νομικές διαδικασίες"
- "Βαριές διαπραγματεύσεις που διαρκούν μήνες"
- συνώνυμο:
- Βυζαντινός ,
- περίπλοκο ,
- εμπλεκόμενος ,
- ανακατωμένοσ ,
- μπερδεμένος ,
- βασανιστικόσ