Translation meaning & definition of the word "convinced" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεπεισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Convinced
[Παρακινείται]/kənvɪnst/
adjective
1. Persuaded of
- Very sure
- "Were convinced that it would be to their advantage to join"
- "I am positive he is lying"
- "Was confident he would win"
- synonym:
- convinced(p) ,
- positive(p) ,
- confident(p)
1. Πείστηκε
- Πολύ σίγουρος
- "Ήταν πεπεισμένοι ότι θα ήταν προς όφελός τους να συμμετάσχουν"
- "Είμαι πολύ θετικός που λέει ψέματα"
- "Ήταν σίγουρος ότι θα κέρδιζε"
- συνώνυμο:
- πεπε() ,
- θετικό()<TAG1> ,
- σίγουρος()<TAG1>
2. Having a strong belief or conviction
- "A convinced and fanatical pacifist"
- synonym:
- convinced
2. Έχοντας ισχυρή πίστη ή πεποίθηση
- "Ένας πεπεισμένος και φανατικός ειρηνιστής"
- συνώνυμο:
- πεπεισμένος
Examples of using
Tom convinced me that Mary was innocent.
Ο Τομ με έπεισε ότι η Μαίρη ήταν αθώα.
Tom convinced me that it wasn't his fault.
Ο Τομ με έπεισε ότι δεν ήταν δικό του λάθος.
Tom convinced me that I was wrong.
Ο Τομ με έπεισε ότι έκανα λάθος.