Translation meaning & definition of the word "convict" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταδίκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Convict
[Καταδικάζω]/kɑnvɪkt/
noun
1. A person serving a sentence in a jail or prison
- synonym:
- convict ,
- con ,
- inmate ,
- yard bird ,
- yardbird
1. Ένα άτομο που εκτίει ποινή σε φυλακή ή φυλακή
- συνώνυμο:
- καταδικάζω ,
- κουκουνάρι ,
- εντολοδόχος ,
- πουλί αυλής ,
- πουλί
2. A person who has been convicted of a criminal offense
- synonym:
- convict
2. Πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα
- συνώνυμο:
- καταδικάζω
verb
1. Find or declare guilty
- "The man was convicted of fraud and sentenced"
- synonym:
- convict
1. Βρείτε ή κηρύξτε ένοχοι
- "Ο άνδρας καταδικάστηκε για απάτη και καταδικάστηκε"
- συνώνυμο:
- καταδικάζω
Examples of using
The police are hunting an escaped convict in this area.
Η αστυνομία κυνηγά έναν δραπέτη κατάδικο σε αυτή την περιοχή.
The convict was pardoned after serving his sentence.
Ο κατάδικος συγχωρέθηκε αφού εξέτισε την ποινή του.