Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "convey" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφορά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Convey

[Μεταφέρω]
/kənve/

verb

1. Make known

  • Pass on, of information
  • "She conveyed the message to me"
    synonym:
  • convey

1. Γνωστοποιώ

  • Μετάβαση, πληροφορίες
  • "Μου μετέφερε το μήνυμα"
    συνώνυμο:
  • μεταφέρω

2. Serve as a means for expressing something

  • "The painting of mary carries motherly love"
  • "His voice carried a lot of anger"
    synonym:
  • carry
  • ,
  • convey
  • ,
  • express

2. Να λειτουργεί ως μέσο έκφρασης κάτι

  • "Ο πίνακας της μαρίας φέρνει μητρική αγάπη"
  • "Η φωνή του έφερε πολύ θυμό"
    συνώνυμο:
  • μεταφέρω
  • ,
  • εκφράζω

3. Transfer to another

  • "Communicate a disease"
    synonym:
  • convey
  • ,
  • transmit
  • ,
  • communicate

3. Μεταφορά σε άλλο

  • "Επικοινωνήστε με μια ασθένεια"
    συνώνυμο:
  • μεταφέρω
  • ,
  • μεταδίδω
  • ,
  • επικοινωνώ

4. Transmit a title or property

    synonym:
  • convey

4. Μεταδώστε έναν τίτλο ή μια ιδιότητα

    συνώνυμο:
  • μεταφέρω

5. Transmit or serve as the medium for transmission

  • "Sound carries well over water"
  • "The airwaves carry the sound"
  • "Many metals conduct heat"
    synonym:
  • impart
  • ,
  • conduct
  • ,
  • transmit
  • ,
  • convey
  • ,
  • carry
  • ,
  • channel

5. Μεταδώστε ή χρησιμεύστε ως μέσο για τη μετάδοση

  • "Ο ήχος μεταφέρει πολύ καλά πάνω από το νερό"
  • "Τα κύματα αέρα φέρουν τον ήχο"
  • "Πολλά μέταλλα παράγουν θερμότητα"
    συνώνυμο:
  • μεταδίδω
  • ,
  • διεξάγω
  • ,
  • μεταφέρω
  • ,
  • κανάλι

6. Take something or somebody with oneself somewhere

  • "Bring me the box from the other room"
  • "Take these letters to the boss"
  • "This brings me to the main point"
    synonym:
  • bring
  • ,
  • convey
  • ,
  • take

6. Πάρτε κάτι ή κάποιον με τον εαυτό σας κάπου

  • "Φέρε μου το κουτί από το άλλο δωμάτιο"
  • "Πάρτε αυτά τα γράμματα στο αφεντικό"
  • "Αυτό με φέρνει στο κύριο σημείο"
    συνώνυμο:
  • φέρνω
  • ,
  • μεταφέρω
  • ,
  • παίρνω

7. Go or come after and bring or take back

  • "Get me those books over there, please"
  • "Could you bring the wine?"
  • "The dog fetched the hat"
    synonym:
  • bring
  • ,
  • get
  • ,
  • convey
  • ,
  • fetch

7. Πηγαίνετε ή ελάτε μετά και φέρτε ή πάρτε πίσω

  • "Πάρε μου αυτά τα βιβλία εκεί, σε παρακαλώ"
  • "Μπορείς να φέρεις το κρασί?"
  • "Ο σκύλος έφερε το καπέλο"
    συνώνυμο:
  • φέρνω
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • μεταφέρω
  • ,
  • φετίχ

Examples of using

Language is just a map of human thoughts, feelings and memories. And like all maps, language is a hundred thousand times the thumbnail image of what it is trying to convey.
Η γλώσσα είναι απλά ένας χάρτης ανθρώπινων σκέψεων, συναισθημάτων και αναμνήσεων. Και όπως όλοι οι χάρτες, η γλώσσα είναι εκατό χιλιάδες φορές η μικρογραφία του τι προσπαθεί να μεταφέρει.
A smile may convey understanding, joy, or an appreciation of humor.
Ένα χαμόγελο μπορεί να μεταφέρει κατανόηση, χαρά ή εκτίμηση του χιούμορ.
Wires are used to convey electricity.
Τα καλώδια χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας.