Translation meaning & definition of the word "convex" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυβέρνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Convex
[Κυρτή]/kənvɛks/
adjective
1. Curving or bulging outward
- synonym:
- convex ,
- bulging
1. Καμπύλη ή διόγκωση προς τα έξω
- συνώνυμο:
- κυρτός ,
- διόγκωση
Examples of using
Life is not convex.
Η ζωή δεν είναι κυρτή.