Translation meaning & definition of the word "converge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετατροπή" σε ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Converge
[Συγκλίνω]/kənvərʤ/
verb
1. Be adjacent or come together
- "The lines converge at this point"
- synonym:
- converge ,
- meet
1. Να είστε δίπλα ή να ενωθείτε
- "Οι γραμμές συγκλίνουν σε αυτό το σημείο"
- συνώνυμο:
- συγκλίνω ,
- συναντώ
2. Approach a limit as the number of terms increases without limit
- synonym:
- converge
2. Προσεγγίστε ένα όριο καθώς ο αριθμός των όρων αυξάνεται χωρίς όριο
- συνώνυμο:
- συγκλίνω
3. Move or draw together at a certain location
- "The crowd converged on the movie star"
- synonym:
- converge
3. Μετακινήστε ή σχεδιάστε μαζί σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία
- "Το πλήθος συγκλίνει στον αστέρα του σινεμά"
- συνώνυμο:
- συγκλίνω
4. Come together so as to form a single product
- "Social forces converged to bring the fascists back to power"
- synonym:
- converge
4. Ελάτε μαζί για να σχηματίσουμε ένα προϊόν
- "Οι κοινωνικές δυνάμεις συγκλίνουν για να φέρουν τους φασίστες πίσω στην εξουσία"
- συνώνυμο:
- συγκλίνω