Translation meaning & definition of the word "convent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνέλευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Convent
[Μοναστήρι]/kɑnvənt/
noun
1. A religious residence especially for nuns
- synonym:
- convent
1. Θρησκευτική κατοικία ειδικά για μοναχές
- συνώνυμο:
- μοναστήρι
2. A community of people in a religious order (especially nuns) living together
- synonym:
- convent
2. Μια κοινότητα ανθρώπων σε μια θρησκευτική τάξη (ειδικά μοναχή που ζουν μαζί
- συνώνυμο:
- μοναστήρι