Translation meaning & definition of the word "convenient" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βολικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Convenient
[Βολικό]/kənvinjənt/
adjective
1. Suited to your comfort or purpose or needs
- "A convenient excuse for not going"
- synonym:
- convenient
1. Κατάλληλο για την άνεση ή το σκοπό ή τις ανάγκες σας
- "Μια βολική δικαιολογία για να μην πάτε"
- συνώνυμο:
- βολικός
2. Large and roomy (`convenient' is archaic in this sense)
- "A commodious harbor"
- "A commodious building suitable for conventions"
- synonym:
- commodious ,
- convenient
2. Μεγάλο και ευρύχωρο (`βολικό' είναι αρχαϊκό με αυτή την έννοια)
- "Ένα ευρύχωρο λιμάνι"
- "Ένα ευρύχωρο κτίριο κατάλληλο για συνέδρια"
- συνώνυμο:
- ευρύχωροσ ,
- βολικός
Examples of using
That isn't convenient for me.
Αυτό δεν είναι βολικό για μένα.
That's convenient, isn't it?
Είναι βολικό, έτσι δεν είναι?
I'll speak to you at a more convenient time.
Θα σας μιλήσω σε μια πιο βολική στιγμή.