Translation meaning & definition of the word "controversy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιφρονητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Controversy
[Αντιφατικότητα]/kɑntrəvərsi/
noun
1. A contentious speech act
- A dispute where there is strong disagreement
- "They were involved in a violent argument"
- synonym:
- controversy ,
- contention ,
- contestation ,
- disputation ,
- disceptation ,
- tilt ,
- argument ,
- arguing
1. Μια αμφιλεγόμενη πράξη ομιλίας
- Μια διαφωνία όπου υπάρχει έντονη διαφωνία
- "Συμμετείχαν σε ένα βίαιο επιχείρημα"
- συνώνυμο:
- διαμάχη ,
- διαγωνισμός ,
- αμφισβήτηση ,
- αντίληψη ,
- κλίση ,
- επιχείρημα ,
- επιχειρηματολογώ