Translation meaning & definition of the word "controller" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελεγκτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Controller
[Ελεγκτής]/kəntroʊlər/
noun
1. Someone who maintains and audits business accounts
- synonym:
- accountant ,
- comptroller ,
- controller
1. Κάποιος που διατηρεί και ελέγχει επιχειρηματικούς λογαριασμούς
- συνώνυμο:
- λογιστήσ ,
- ελεγκτήσ ,
- ελεγκτής
2. A person who directs and restrains
- synonym:
- restrainer ,
- controller
2. Ένα άτομο που κατευθύνει και συγκρατεί
- συνώνυμο:
- συγκρατών ,
- ελεγκτής
3. A mechanism that controls the operation of a machine
- "The speed controller on his turntable was not working properly"
- "I turned the controls over to her"
- synonym:
- control ,
- controller
3. Ένας μηχανισμός που ελέγχει τη λειτουργία μιας μηχανής
- "Ο ελεγκτής ταχύτητας στο πικάπ δεν λειτουργούσε σωστά"
- "Της παρέδωσα τους ελέγχους"
- συνώνυμο:
- έλεγχος ,
- ελεγκτής