Translation meaning & definition of the word "contributor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνεργάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Contributor
[Συνεισφέρων]/kəntrɪbjətər/
noun
1. Someone who contributes (or promises to contribute) a sum of money
- synonym:
- subscriber ,
- contributor
1. Κάποιος που συνεισφέρει (ή υπόσχεται να συνεισφέρει) ένα χρηματικό ποσό
- συνώνυμο:
- συνδρομητήσ ,
- συνεισφέρων
2. A writer whose work is published in a newspaper or magazine or as part of a book
- synonym:
- contributor
2. Ένας συγγραφέας του οποίου το έργο εκδίδεται σε εφημερίδα ή περιοδικό ή ως μέρος ενός βιβλίου
- συνώνυμο:
- συνεισφέρων