Translation meaning & definition of the word "contrast" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίθεση" στην ελληνική γλώσσα
Contrast
[Αντίθεση]noun
1. The opposition or dissimilarity of things that are compared
- "In contrast to", "by contrast"
- synonym:
- contrast ,
- direct contrast
1. Η αντιπολίτευση ή η ανομοιότητα των πραγμάτων που συγκρίνονται
- "Σε αντίθεση με", "αντίθεση"
- συνώνυμο:
- αντίθεση ,
- άμεση αντίθεση
2. The act of distinguishing by comparing differences
- synonym:
- contrast
2. Η πράξη της διάκρισης συγκρίνοντας τις διαφορές
- συνώνυμο:
- αντίθεση
3. A conceptual separation or distinction
- "There is a narrow line between sanity and insanity"
- synonym:
- line ,
- dividing line ,
- demarcation ,
- contrast
3. Εννοιολογικός διαχωρισμός ή διάκριση
- "Υπάρχει μια στενή γραμμή μεταξύ λογικής και παραφροσύνης"
- συνώνυμο:
- γραμμή ,
- διαχωριστική γραμμή ,
- οριοθέτηση ,
- αντίθεση
4. The perceptual effect of the juxtaposition of very different colors
- synonym:
- contrast
4. Η αντιληπτική επίδραση της αντιπαράθεσης πολύ διαφορετικών χρωμάτων
- συνώνυμο:
- αντίθεση
5. The range of optical density and tone on a photographic negative or print (or the extent to which adjacent areas on a television screen differ in brightness)
- synonym:
- contrast
5. Το εύρος της οπτικής πυκνότητας και του τόνου σε ένα φωτογραφικό αρνητικό ή εκτύπωση ( ή το βαθμό στον οποίο οι παρακείμενες π
- συνώνυμο:
- αντίθεση
verb
1. Put in opposition to show or emphasize differences
- "The middle school teacher contrasted her best student's work with that of her weakest student"
- synonym:
- contrast
1. Βάλτε σε αντίθεση για να δείξει ή να τονίσει τις διαφορές
- "Η δασκάλα του γυμνασίου αντιπαρέθεσε το έργο του καλύτερου μαθητή της με αυτό του πιο αδύναμου μαθητή της"
- συνώνυμο:
- αντίθεση
2. To show differences when compared
- Be different
- "The students contrast considerably in their artistic abilities"
- synonym:
- contrast ,
- counterpoint
2. Για να δείξει τις διαφορές σε σύγκριση
- Να είσαι διαφορετικός
- "Οι μαθητές έρχονται σε σημαντική αντίθεση με τις καλλιτεχνικές τους ικανότητες"
- συνώνυμο:
- αντίθεση ,
- αντίθετο σημείο