Translation meaning & definition of the word "contrary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίθετη" στην ελληνική γλώσσα
Contrary
[Αντίθετα]noun
1. A relation of direct opposition
- "We thought sue was older than bill but just the reverse was true"
- synonym:
- reverse ,
- contrary ,
- opposite
1. Σχέση άμεσης αντιπολίτευσης
- "Νομίζαμε ότι ο σου ήταν παλαιότερος από τον μπιλ, αλλά ακριβώς το αντίστροφο ήταν αλήθεια"
- συνώνυμο:
- αντίστροφη ,
- αντίθετα
2. Exact opposition
- "Public opinion to the contrary he is not guilty"
- synonym:
- contrary
2. Ακριβής αντιπολίτευση
- "Η κοινή γνώμη για το αντίθετο δεν είναι ένοχος"
- συνώνυμο:
- αντίθετα
3. A logical relation such that two propositions are contraries if both cannot be true but both can be false
- synonym:
- contrary
3. Μια λογική σχέση τέτοια που δύο προτάσεις είναι αντίθετες αν και οι δύο δεν μπορούν να είναι αληθινές, αλλά και οι δύο μπορεί να είναι ψευδείς
- συνώνυμο:
- αντίθετα
adjective
1. Very opposed in nature or character or purpose
- "Acts contrary to our code of ethics"
- "The facts point to a contrary conclusion"
- synonym:
- contrary
1. Πολύ αντίθετος στη φύση, το χαρακτήρα ή το σκοπό
- "Πράξεις αντίθετες με τον κώδικα δεοντολογίας"
- "Τα γεγονότα δείχνουν ένα αντίθετο συμπέρασμα"
- συνώνυμο:
- αντίθετα
2. Of words or propositions so related that both cannot be true but both may be false
- "`hot' and `cold' are contrary terms"
- synonym:
- contrary
2. Λέξεις ή προτάσεις τόσο σχετικές που και οι δύο δεν μπορούν να είναι αληθινές, αλλά και οι δύο μπορεί να είναι ψευδείς
- "Το ζεστό και το ψυχρό είναι αντίθετοι όροι"
- συνώνυμο:
- αντίθετα
3. Resistant to guidance or discipline
- "Mary mary quite contrary"
- "An obstinate child with a violent temper"
- "A perverse mood"
- "Wayward behavior"
- synonym:
- contrary ,
- obstinate ,
- perverse ,
- wayward
3. Ανθεκτικό στην καθοδήγηση ή την πειθαρχία
- "Η μαρία είναι αντίθετη"
- "Ένα επίμονο παιδί με βίαιη ιδιοσυγκρασία"
- "Διεστραμμένη διάθεση"
- "Πορευτική συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- αντίθετα ,
- επιφυλάσσω ,
- διεστραμμένοσ ,
- προχωρώντασ
4. In an opposing direction
- "Adverse currents"
- "A contrary wind"
- synonym:
- adverse ,
- contrary
4. Προς μια αντίθετη κατεύθυνση
- "Αντίστροφα ρεύματα"
- "Αντίθετος άνεμος"
- συνώνυμο:
- αντίξοοσ ,
- αντίθετα