Translation meaning & definition of the word "contradict" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίφαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Contradict
[Αντιφατικό]/kɑntrədɪkt/
verb
1. Be in contradiction with
- synonym:
- contradict ,
- belie ,
- negate
1. Είμαι σε αντίθεση με
- συνώνυμο:
- αντιφάσκω ,
- πιστεύω ,
- αρνούμαι
2. Deny the truth of
- synonym:
- contradict ,
- negate ,
- contravene
2. Αρνηθείτε την αλήθεια του
- συνώνυμο:
- αντιφάσκω ,
- αρνούμαι ,
- κοντραβένιο
3. Be resistant to
- "The board opposed his motion"
- synonym:
- oppose ,
- controvert ,
- contradict
3. Είμαι ανθεκτικός σε
- "Το διοικητικό συμβούλιο αντιτάχθηκε στην κίνησή του"
- συνώνυμο:
- αντιτίθεμαι ,
- ελέγχω ,
- αντιφάσκω
4. Prove negative
- Show to be false
- synonym:
- negate ,
- contradict
4. Αποδεικνύω αρνητικός
- Δείξε ότι είσαι ψεύτικος
- συνώνυμο:
- αρνούμαι ,
- αντιφάσκω