Translation meaning & definition of the word "contractor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργολάβος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Contractor
[Εργολάβος]/kɑntræktər/
noun
1. Someone (a person or firm) who contracts to build things
- synonym:
- contractor
1. Κάποιος (α άτομο ή στερεά) που συστέλλεται για να χτίσει πράγματα
- συνώνυμο:
- εργολάβος
2. The bridge player in contract bridge who wins the bidding and can declare which suit is to be trumps
- synonym:
- contractor ,
- declarer
2. Ο παίκτης της γέφυρας στη γέφυρα του συμβολαίου που κερδίζει την προσφορά και μπορεί να δηλώσει ποιο κοστούμι πρόκειται να είναι
- συνώνυμο:
- εργολάβος ,
- αποχαιρετών
3. (law) a party to a contract
- synonym:
- contractor
3. (νυ) ένα μέρος σε μια σύμβαση
- συνώνυμο:
- εργολάβος
4. A bodily organ that contracts
- synonym:
- contractile organ ,
- contractor
4. Ένα σωματικό όργανο που συστέλλεται
- συνώνυμο:
- συσταλτικό όργανο ,
- εργολάβος