Translation meaning & definition of the word "continental" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηπειρωτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Continental
[Ηπειρωτικόσ]/kɑntənɛntəl/
adjective
1. Of or pertaining to or typical of europe
- "A continental breakfast"
- synonym:
- Continental
1. Από ή που αφορούν ή είναι χαρακτηριστικό της ευρώπης
- "Ευρωπαϊκό πρωινό"
- συνώνυμο:
- Ηπειρωτικόσ
2. Of or relating to or concerning the american colonies during and immediately after the american revolutionary war
- "The continental army"
- "The continental congress"
- synonym:
- continental
2. Από ή σχετίζονται με ή σχετικά με τις αμερικανικές αποικίες κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον αμερικανικό επαναστατικό πόλεμο
- "Ηπειρωτικός στρατός"
- "Ηπειρωτικό κογκρέσο"
- συνώνυμο:
- ηπειρωτικόσ
3. Of or relating to or characteristic of a continent
- "The continental divide"
- "Continental drift"
- synonym:
- continental
3. Από ή σχετίζονται ή χαρακτηριστικά μιας ηπείρου
- "Το ηπειρωτικό χάσμα"
- "Ηπειρωτική παρασυρόμενη"
- συνώνυμο:
- ηπειρωτικόσ
4. Being or concerning or limited to a continent especially the continents of north america or europe
- "The continental united states"
- "Continental europe"
- "Continental waters"
- synonym:
- continental
4. Όντας ή ανησυχούν ή περιορίζονται σε μια ήπειρο, ειδικά οι ήπειροι της βόρειας αμερικής ή της ευρώπης
- "Ηπειρωτικές ηνωμένες πολιτείες"
- "Ηπειρωτική ευρώπη"
- "Ηπειρωτικά ύδατα"
- συνώνυμο:
- ηπειρωτικόσ