Translation meaning & definition of the word "contestant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαγωνισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Contestant
[Διαγωνιζόμενοσ]/kəntɛstənt/
noun
1. A person who participates in competitions
- synonym:
- contestant
1. Ένα άτομο που συμμετέχει σε διαγωνισμούς
- συνώνυμο:
- διαγωνιζόμενοσ
2. A person who dissents from some established policy
- synonym:
- dissenter ,
- dissident ,
- protester ,
- objector ,
- contestant
2. Ένα άτομο που διαφωνεί από κάποια καθιερωμένη πολιτική
- συνώνυμο:
- διαφωνών ,
- διαδηλωτήσ ,
- αντιρρησίασ ,
- διαγωνιζόμενοσ
Examples of using
The contestant made two false starts.
Ο διαγωνιζόμενος έκανε δύο ψευδείς εκκινήσεις.