Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "contest" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαγωνισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Contest

[Διαγωνισμός]
/kɑntɛst/

noun

1. An occasion on which a winner is selected from among two or more contestants

    synonym:
  • contest
  • ,
  • competition

1. Μια ευκαιρία στην οποία ένας νικητής επιλέγεται από δύο ή περισσότερους διαγωνιζόμενους

    συνώνυμο:
  • διαγωνισμός
  • ,
  • ανταγωνισμός

2. A struggle between rivals

    synonym:
  • contest

2. Αγώνας μεταξύ των αντιπάλων

    συνώνυμο:
  • διαγωνισμός

verb

1. To make the subject of dispute, contention, or litigation

  • "They contested the outcome of the race"
    synonym:
  • contest
  • ,
  • contend
  • ,
  • repugn

1. Να αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας, διαφωνίας ή διαφοράς

  • "Αμφισβήτησαν το αποτέλεσμα του αγώνα"
    συνώνυμο:
  • διαγωνισμός
  • ,
  • υποστηρίζω
  • ,
  • αποσυνδέω

Examples of using

Tom was eliminated in the second round of the contest.
Ο Τομ αποκλείστηκε στο δεύτερο γύρο του διαγωνισμού.
The contest was postponed on account of rain.
Ο διαγωνισμός αναβλήθηκε λόγω βροχής.
They're having a diving contest this afternoon.
Έχουν διαγωνισμό κατάδυσης σήμερα το απόγευμα.