Translation meaning & definition of the word "contentment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιεχόμενο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Contentment
[Ικανοποίηση]/kəntɛntmənt/
noun
1. Happiness with one's situation in life
- synonym:
- contentment
1. Ευτυχία με την κατάσταση του ανθρώπου στη ζωή
- συνώνυμο:
- ικανοποίηση
Examples of using
A look of contentment appeared on his face.
Ένα βλέμμα ικανοποίησης εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.