Translation meaning & definition of the word "contentious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευσεβής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Contentious
[Απολαυστικός]/kəntɛnʃəs/
adjective
1. Inclined or showing an inclination to dispute or disagree, even to engage in law suits
- "A style described as abrasive and contentious"
- "A disputatious lawyer"
- "A litigious and acrimonious spirit"
- synonym:
- contentious ,
- combative ,
- disputatious ,
- disputative ,
- litigious
1. Τείνει ή δείχνει την τάση να αμφισβητεί ή να διαφωνεί, ακόμη και να συμμετέχει σε αγωγές δικαίου
- "Ένα στυλ που περιγράφεται ως λειαντικό και αμφιλεγόμενο"
- "Αμφιλεγόμενος δικηγόρος"
- "Ένα θρησκευτικό και επίπονο πνεύμα"
- συνώνυμο:
- αμφιλεγόμενοσ ,
- μαχητικόσ ,
- αντιφατικός ,
- αμφισβητητικόσ ,
- απατεώνασ
2. Involving or likely to cause controversy
- "A central and contentious element of the book"- tim w.ferfuson
- synonym:
- contentious
2. Εμπλοκή ή πιθανότητα να προκαλέσει διαμάχη
- "Ένα κεντρικό και αμφιλεγόμενο στοιχείο του βιβλίου" - τιμ β. φερφούσων
- συνώνυμο:
- αμφιλεγόμενοσ