Translation meaning & definition of the word "contention" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Contention
[Διαμάχη]/kəntɛnʃən/
noun
1. A point asserted as part of an argument
- synonym:
- contention
1. Ένα σημείο που επιβεβαιώνεται ως μέρος ενός επιχειρήματος
- συνώνυμο:
- διαμάχη
2. A contentious speech act
- A dispute where there is strong disagreement
- "They were involved in a violent argument"
- synonym:
- controversy ,
- contention ,
- contestation ,
- disputation ,
- disceptation ,
- tilt ,
- argument ,
- arguing
2. Μια αμφιλεγόμενη πράξη ομιλίας
- Μια διαφωνία όπου υπάρχει έντονη διαφωνία
- "Συμμετείχαν σε ένα βίαιο επιχείρημα"
- συνώνυμο:
- διαμάχη ,
- διαγωνισμός ,
- αμφισβήτηση ,
- αντίληψη ,
- κλίση ,
- επιχείρημα ,
- επιχειρηματολογώ
3. The act of competing as for profit or a prize
- "The teams were in fierce contention for first place"
- synonym:
- competition ,
- contention ,
- rivalry
3. Η πράξη του ανταγωνισμού ως προς το κέρδος ή το βραβείο
- "Οι ομάδες ήταν σε έντονη διαμάχη για την πρώτη θέση"
- συνώνυμο:
- ανταγωνισμός ,
- διαμάχη ,
- αντιπαλότητα
Examples of using
The division of the property was a bone of contention between the brothers.
Η διαίρεση της ιδιοκτησίας ήταν ένα οστό διαμάχης μεταξύ των αδελφών.