Translation meaning & definition of the word "contemptuously" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απεριόριστα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Contemptuously
[Περιφρονητικά]/kəntɛmpʧwəsli/
adverb
1. Without respect
- In a disdainful manner
- "She spoke of him contemptuously"
- synonym:
- contemptuously ,
- disdainfully ,
- scornfully ,
- contumeliously
1. Χωρίς σεβασμό
- Με περιφρονητικό τρόπο
- "Μίλησε για αυτόν περιφρονητικά"
- συνώνυμο:
- περιφρονητικά ,
- αντιφατικά