Translation meaning & definition of the word "contemptible" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ελεύθερη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Contemptible
[Περιφρονητικόσ]/kəntɛmptəbəl/
adjective
1. Deserving of contempt or scorn
- synonym:
- contemptible
1. Αξίζει περιφρόνηση ή περιφρόνηση
- συνώνυμο:
- περιφρονητικός
Examples of using
A man who smacks his wife around is contemptible.
Ένας άντρας που χτυπάει τη γυναίκα του είναι περιφρονητικός.