Translation meaning & definition of the word "contact" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαφή" στην ελληνική γλώσσα
Contact
[Επικοινωνία]noun
1. Close interaction
- "They kept in daily contact"
- "They claimed that they had been in contact with extraterrestrial beings"
- synonym:
- contact
1. Στενή αλληλεπίδραση
- "Κρατούσαν σε καθημερινή επαφή"
- "Υποστήριξαν ότι ήταν σε επαφή με εξωγήινα όντα"
- συνώνυμο:
- επικοινωνία
2. The act of touching physically
- "Her fingers came in contact with the light switch"
- synonym:
- contact ,
- physical contact
2. Η πράξη του να αγγίζεις σωματικά
- "Τα δάχτυλά της ήρθαν σε επαφή με το διακόπτη φωτός"
- συνώνυμο:
- επικοινωνία ,
- φυσική επαφή
3. The state or condition of touching or of being in immediate proximity
- "Litmus paper turns red on contact with an acid"
- synonym:
- contact
3. Η κατάσταση ή η κατάσταση του αγγίγματος ή της άμεσης εγγύτητας
- "Το χαρτί λίτρου γίνεται κόκκινο σε επαφή με ένα οξύ"
- συνώνυμο:
- επικοινωνία
4. The physical coming together of two or more things
- "Contact with the pier scraped paint from the hull"
- synonym:
- contact ,
- impinging ,
- striking
4. Η φυσική συνάντηση δύο ή περισσότερων πραγμάτων
- "Επικοινωνήστε με το τρυπημένο χρώμα από το κύτος"
- συνώνυμο:
- επικοινωνία ,
- πρόσκρουση ,
- εντυπωσιακός
5. A person who is in a position to give you special assistance
- "He used his business contacts to get an introduction to the governor"
- synonym:
- contact ,
- middleman
5. Ένα άτομο που είναι σε θέση να σας δώσει ειδική βοήθεια
- "Χρησιμοποίησε τις επαφές του για να πάρει μια εισαγωγή στον κυβερνήτη"
- συνώνυμο:
- επικοινωνία ,
- μεσάζοντασ
6. A channel for communication between groups
- "He provided a liaison with the guerrillas"
- synonym:
- liaison ,
- link ,
- contact ,
- inter-group communication
6. Ένα κανάλι επικοινωνίας μεταξύ των ομάδων
- "Παρείχε μια σύνδεση με τους αντάρτες"
- συνώνυμο:
- σύνδεσμος ,
- επικοινωνία ,
- επικοινωνία μεταξύ ομάδων
7. (electronics) a junction where things (as two electrical conductors) touch or are in physical contact
- "They forget to solder the contacts"
- synonym:
- contact ,
- tangency
7. (ηλεκτρονικά) μια διασταύρωση όπου τα πράγματα (ας δύο ηλεκτρικοί αγωγοί) αγγίζουν ή είναι σε φυσική επαφή
- "Ξεχνούν να συγκεντρώσουν τις επαφές"
- συνώνυμο:
- επικοινωνία ,
- εφαπτομένη
8. A communicative interaction
- "The pilot made contact with the base"
- "He got in touch with his colleagues"
- synonym:
- contact ,
- touch
8. Μια επικοινωνιακή αλληλεπίδραση
- "Ο πιλότος ήρθε σε επαφή με τη βάση"
- "Έφτασε σε επαφή με τους συναδέλφους του"
- συνώνυμο:
- επικοινωνία ,
- αφή
9. A thin curved glass or plastic lens designed to fit over the cornea in order to correct vision or to deliver medication
- synonym:
- contact ,
- contact lens
9. Ένας λεπτός καμπύλος γυάλινος ή πλαστικός φακός σχεδιασμένος να ταιριάζει στον κερατοειδή χιτώνα για να διορθώνει την όραση ή να παραδίδει
- συνώνυμο:
- επικοινωνία ,
- φακός επαφής
verb
1. Be in or establish communication with
- "Our advertisements reach millions"
- "He never contacted his children after he emigrated to australia"
- synonym:
- reach ,
- get through ,
- get hold of ,
- contact
1. Να είστε μέσα ή να δημιουργήσετε επικοινωνία με
- "Οι διαφημίσεις μας φτάνουν σε εκατομμύρια"
- "Δεν επικοινώνησε ποτέ με τα παιδιά του αφού μετανάστευσε στην αυστραλία"
- συνώνυμο:
- προσεγγίζω ,
- περνώ ,
- παίρνω τον εαυτό μου ,
- επικοινωνία
2. Be in direct physical contact with
- Make contact
- "The two buildings touch"
- "Their hands touched"
- "The wire must not contact the metal cover"
- "The surfaces contact at this point"
- synonym:
- touch ,
- adjoin ,
- meet ,
- contact
2. Να είστε σε άμεση φυσική επαφή με
- Επικοινωνώ
- "Τα δύο κτίρια αγγίζουν"
- "Τα χέρια τους άγγιξαν"
- "Το καλώδιο δεν πρέπει να έρθει σε επαφή με το μεταλλικό κάλυμμα"
- "Οι επιφάνειες έρχονται σε επαφή σε αυτό το σημείο"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- παρακαλώ ,
- συναντώ ,
- επικοινωνία