Translation meaning & definition of the word "consumer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταναλωτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Consumer
[Καταναλωτής]/kənsumər/
noun
1. A person who uses goods or services
- synonym:
- consumer
1. Πρόσωπο που χρησιμοποιεί αγαθά ή υπηρεσίες
- συνώνυμο:
- καταναλωτής
Examples of using
China is the largest producer and consumer of coal in the world.
Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και καταναλωτής άνθρακα στον κόσμο.
Try to be a more rational consumer.
Προσπαθήστε να είστε πιο λογικός καταναλωτής.