Translation meaning & definition of the word "consultation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαβούλευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Consultation
[Διαβούλευση]/kɑnsəlteʃən/
noun
1. A conference (usually with someone important)
- "He had a consultation with the judge"
- "He requested an audience with the king"
- synonym:
- consultation ,
- audience ,
- interview
1. Ένα συνέδριο (συνήθως με κάποιον σημαντικό)
- "Είχε διαβουλεύσεις με τον δικαστή"
- "Ζήτησε κοινό με τον βασιλιά"
- συνώνυμο:
- διαβούλευση ,
- κοινό ,
- συνέντευξη
2. A conference between two or more people to consider a particular question
- "Frequent consultations with his lawyer"
- "A consultation of several medical specialists"
- synonym:
- consultation
2. Μια διάσκεψη μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων για να εξετάσει μια συγκεκριμένη ερώτηση
- "Συχνές διαβουλεύσεις με τον δικηγόρο του"
- "Μια διαβούλευση με πολλούς ειδικούς ιατρούς"
- συνώνυμο:
- διαβούλευση
3. The act of referring or consulting
- "Reference to an encyclopedia produced the answer"
- synonym:
- reference ,
- consultation
3. Η πράξη της παραπομπής ή της διαβούλευσης
- "Η αναφορά σε μια εγκυκλοπαίδεια έδωσε την απάντηση"
- συνώνυμο:
- αναφορά ,
- διαβούλευση
Examples of using
Before you make a decision about your marriage, you should have a consultation with your parents.
Πριν πάρετε μια απόφαση για το γάμο σας, θα πρέπει να έχετε μια διαβούλευση με τους γονείς σας.
I'd like to have a consultation about getting braces.
Θα ήθελα να κάνω μια διαβούλευση σχετικά με το να πάρω σιδεράκια.
Before you make a decision about your marriage, you should have a consultation with your parents.
Πριν πάρετε μια απόφαση για το γάμο σας, θα πρέπει να έχετε μια διαβούλευση με τους γονείς σας.