Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "consult" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμβουλευτείτε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Consult

[Συμβουλεύω]
/kənsəlt/

verb

1. Get or ask advice from

  • "Consult your local broker"
  • "They had to consult before arriving at a decision"
    synonym:
  • consult
  • ,
  • confer with

1. Πάρτε ή ζητήστε συμβουλές από

  • "Ενημερώστε τον τοπικό σας μεσίτη"
  • "Έπρεπε να συμβουλευτούν πριν καταλήξουν σε μια απόφαση"
    συνώνυμο:
  • συμβουλεύω
  • ,
  • συνεργάζομαι

2. Seek information from

  • "You should consult the dictionary"
  • "Refer to your notes"
    synonym:
  • consult
  • ,
  • refer
  • ,
  • look up

2. Αναζητήστε πληροφορίες από

  • "Πρέπει να συμβουλευτείτε το λεξικό"
  • "Ανατρέξτε στις σημειώσεις σας"
    συνώνυμο:
  • συμβουλεύω
  • ,
  • αναφέρω
  • ,
  • αναζητώ

3. Have a conference in order to talk something over

  • "We conferred about a plan of action"
    synonym:
  • confer
  • ,
  • confabulate
  • ,
  • confab
  • ,
  • consult

3. Κάντε ένα συνέδριο για να μιλήσετε για κάτι

  • "Αναλάβαμε ένα σχέδιο δράσης"
    συνώνυμο:
  • αναθέτω
  • ,
  • εμπιστεύομαι
  • ,
  • προκαλώ
  • ,
  • συμβουλεύω

4. Advise professionally

  • "The professor consults for industry"
    synonym:
  • consult

4. Συμβουλευτείτε επαγγελματικά

  • "Ο καθηγητής συμβουλεύεται τη βιομηχανία"
    συνώνυμο:
  • συμβουλεύω

Examples of using

I'll consult with Tom.
Θα συμβουλευτώ τον Τομ.
We'll consult Tom.
Θα συμβουλευτούμε τον Τομ.
You have the right to consult an attorney before speaking to the police.
Έχετε το δικαίωμα να συμβουλευτείτε έναν δικηγόρο πριν μιλήσετε με την αστυνομία.