Translation meaning & definition of the word "constructive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εποικοδομητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Constructive
[Εποικοδομητικός]/kənstrəktɪv/
adjective
1. Constructing or tending to construct or improve or promote development
- "Constructive criticism"
- "A constructive attitude"
- "A constructive philosophy"
- "Constructive permission"
- synonym:
- constructive
1. Κατασκευή ή τάση για την κατασκευή ή τη βελτίωση ή την προώθηση της ανάπτυξης
- "Εποικοδομητική κριτική"
- "Εποικοδομητική στάση"
- "Εποικοδομητική φιλοσοφία"
- "Εποικοδομητική άδεια"
- συνώνυμο:
- εποικοδομητικός
2. Emphasizing what is laudable or hopeful or to the good
- "Constructive criticism"
- synonym:
- constructive
2. Δίνοντας έμφαση σε αυτό που είναι αξιέπαινο ή ελπιδοφόρο ή στο καλό
- "Εποικοδομητική κριτική"
- συνώνυμο:
- εποικοδομητικός
Examples of using
All you ever do is nitpick. I wish you could say something more constructive.
Το μόνο που κάνετε είναι νιτροπικό. Μακάρι να μπορούσατε να πείτε κάτι πιο εποικοδομητικό.
She has constructive ideas.
Έχει εποικοδομητικές ιδέες.
Your opinion is very constructive.
Η γνώμη σας είναι πολύ εποικοδομητική.