Translation meaning & definition of the word "constraint" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιορισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Constraint
[Περιορισμός]/kənstrent/
noun
1. The state of being physically constrained
- "Dogs should be kept under restraint"
- synonym:
- constraint ,
- restraint
1. Η κατάσταση του να είσαι σωματικά περιορισμένος
- "Οι σκύλοι πρέπει να παραμένουν υπό αυτοσυγκράτηση"
- συνώνυμο:
- περιορισμός ,
- συγκράτηση
2. A device that retards something's motion
- "The car did not have proper restraints fitted"
- synonym:
- restraint ,
- constraint
2. Μια συσκευή που επιβραδύνει κάτι είναι κίνηση
- "Το αυτοκίνητο δεν είχε τους κατάλληλους περιορισμούς"
- συνώνυμο:
- συγκράτηση ,
- περιορισμός
3. The act of constraining
- The threat or use of force to control the thoughts or behavior of others
- synonym:
- constraint
3. Η πράξη του περιορισμού
- Η απειλή ή η χρήση βίας για τον έλεγχο των σκέψεων ή της συμπεριφοράς των άλλων
- συνώνυμο:
- περιορισμός