Translation meaning & definition of the word "constituent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συστατικό" στην ελληνική γλώσσα
Constituent
[Συστατικός]noun
1. An artifact that is one of the individual parts of which a composite entity is made up
- Especially a part that can be separated from or attached to a system
- "Spare components for cars"
- "A component or constituent element of a system"
- synonym:
- component ,
- constituent ,
- element
1. Ένα τεχνούργημα που είναι ένα από τα μεμονωμένα μέρη του οποίου αποτελείται μια σύνθετη οντότητα
- Ειδικά ένα μέρος που μπορεί να διαχωριστεί ή να συνδεθεί με ένα σύστημα
- "Ανταλλακτικά για αυτοκίνητα"
- "Συστατικό ή συστατικό στοιχείο ενός συστήματος"
- συνώνυμο:
- συστατικό ,
- στοιχείο
2. A member of a constituency
- A citizen who is represented in a government by officials for whom he or she votes
- "Needs continued support by constituents to be re-elected"
- synonym:
- constituent
2. Μέλος εκλογικής περιφέρειας
- Ένας πολίτης που εκπροσωπείται σε μια κυβέρνηση από αξιωματούχους για τους οποίους ψηφίζει
- "Οι ανάγκες συνέχισαν να υποστηρίζονται από τους ψηφοφόρους για να επανεκλεγούν"
- συνώνυμο:
- συστατικό
3. Something determined in relation to something that includes it
- "He wanted to feel a part of something bigger than himself"
- "I read a portion of the manuscript"
- "The smaller component is hard to reach"
- "The animal constituent of plankton"
- synonym:
- part ,
- portion ,
- component part ,
- component ,
- constituent
3. Κάτι αποφασισμένο σε σχέση με κάτι που το περιλαμβάνει
- "Θέλησε να νιώσει ένα μέρος από κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του"
- "Διάβασα ένα τμήμα του χειρογράφου"
- "Το μικρότερο συστατικό είναι δύσκολο να επιτευχθεί"
- "Το ζωικό συστατικό του πλαγκτόν"
- συνώνυμο:
- μέρος ,
- μερίδα ,
- συστατικό μέρος ,
- συστατικό
4. (grammar) a word or phrase or clause forming part of a larger grammatical construction
- synonym:
- constituent ,
- grammatical constituent
4. (γραμματ) μια λέξη ή φράση ή ρήτρα που αποτελούν μέρος μιας μεγαλύτερης γραμματικής κατασκευής
- συνώνυμο:
- συστατικό ,
- γραμματικό συστατικό
5. An abstract part of something
- "Jealousy was a component of his character"
- "Two constituents of a musical composition are melody and harmony"
- "The grammatical elements of a sentence"
- "A key factor in her success"
- "Humor: an effective ingredient of a speech"
- synonym:
- component ,
- constituent ,
- element ,
- factor ,
- ingredient
5. Ένα αφηρημένο μέρος του κάτι
- "Η ζήλια ήταν συστατικό του χαρακτήρα του"
- "Δύο συστατικά μιας μουσικής σύνθεσης είναι η μελωδία και η αρμονία"
- "Τα γραμματικά στοιχεία μιας πρότασης"
- "Βασικός παράγοντας για την επιτυχία της"
- "Χιούμορ: ένα αποτελεσματικό συστατικό μιας ομιλίας"
- συνώνυμο:
- συστατικό ,
- στοιχείο ,
- παράγοντας
adjective
1. Constitutional in the structure of something (especially your physical makeup)
- synonym:
- constituent(a) ,
- constitutional ,
- constitutive(a) ,
- organic
1. Συνταγματική στη δομή κάτι (ειδικά το φυσικό σας μακιγιάζ)
- συνώνυμο:
- συστατικό( ,
- συνταγματικόσ ,
- συστατικό(Α) ,
- οργανικός