Translation meaning & definition of the word "constellation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αστερισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Constellation
[Αστερισμός]/kɑnstəleʃən/
noun
1. An arrangement of parts or elements
- "The outcome depends on the configuration of influences at the time"
- synonym:
- configuration ,
- constellation
1. Μια διάταξη των μερών ή των στοιχείων
- "Το αποτέλεσμα εξαρτάται από τη διαμόρφωση των επιρροών εκείνη τη στιγμή"
- συνώνυμο:
- διαμόρφωση ,
- αστερισμός
2. A configuration of stars as seen from the earth
- synonym:
- constellation
2. Μια διαμόρφωση των αστεριών όπως φαίνεται από τη γη
- συνώνυμο:
- αστερισμός
Examples of using
A constellation shines.
Ένας αστερισμός λάμπει.
What's your favorite constellation?
Ποιος είναι ο αγαπημένος σου αστερισμός?