Translation meaning & definition of the word "constancy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταθερότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Constancy
[Κωνσταντία]/kɑnstənsi/
noun
1. The quality of being enduring and free from change or variation
- "Early mariners relied on the constancy of the trade winds"
- synonym:
- constancy ,
- stability
1. Η ποιότητα του να είσαι διαρκής και απαλλαγμένος από αλλαγή ή παραλλαγή
- "Οι πρώτοι ναυτικοί βασίζονταν στη σταθερότητα των εμπορικών ανέμων"
- συνώνυμο:
- σταθερότητα
2. (psychology) the tendency for perceived objects to give rise to very similar perceptual experiences in spite of wide variations in the conditions of observation
- synonym:
- constancy ,
- perceptual constancy
2. (ψυχολογία) η τάση για αντιληπτά αντικείμενα να προκαλούν πολύ παρόμοιες αντιληπτικές εμπειρίες παρά τις ευρείες διαφοροποιήσεις
- συνώνυμο:
- σταθερότητα ,
- αντιληπτική σταθερότητα
3. Faithfulness and dependability in personal attachments (especially sexual fidelity)
- synonym:
- constancy
3. Πιστότητα και αξιοπιστία στα προσωπικά συνημμένα (ειδικά σεξουαλική πιστότητα
- συνώνυμο:
- σταθερότητα