Translation meaning & definition of the word "conspiracy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνωμοσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conspiracy
[Συνωμοσία]/kənspɪrəsi/
noun
1. A secret agreement between two or more people to perform an unlawful act
- synonym:
- conspiracy ,
- confederacy
1. Μια μυστική συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για την εκτέλεση μιας παράνομης πράξης
- συνώνυμο:
- συνωμοσία ,
- συνομοσπονδία
2. A plot to carry out some harmful or illegal act (especially a political plot)
- synonym:
- conspiracy ,
- cabal
2. Μια πλοκή για τη διεξαγωγή κάποιας επιβλαβούς ή παράνομης πράξης (ειδικά μιας πολιτικής πλοκής)
- συνώνυμο:
- συνωμοσία ,
- κλίκα
3. A group of conspirators banded together to achieve some harmful or illegal purpose
- synonym:
- conspiracy ,
- confederacy
3. Μια ομάδα συνωμοτών συγχωνεύθηκε για να επιτύχει κάποιον επιβλαβή ή παράνομο σκοπό
- συνώνυμο:
- συνωμοσία ,
- συνομοσπονδία