Translation meaning & definition of the word "conspicuous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συναισθηματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conspicuous
[Συνεπής]/kənspɪkjuəs/
adjective
1. Obvious to the eye or mind
- "A tower conspicuous at a great distance"
- "Wore conspicuous neckties"
- "Made herself conspicuous by her exhibitionistic preening"
- synonym:
- conspicuous
1. Προφανές στο μάτι ή στο μυαλό
- "Ένας πύργος εμφανής σε μεγάλη απόσταση"
- "Πυρηνικές εμφανείς λαιμόκοψες"
- "Κατασκευάστηκε εμφανής από την επιδεικτική της προδοσία"
- συνώνυμο:
- εμφανήσ
2. Without any attempt at concealment
- Completely obvious
- "Blatant disregard of the law"
- "A blatant appeal to vanity"
- "A blazing indiscretion"
- synonym:
- blatant ,
- blazing ,
- conspicuous
2. Χωρίς καμία προσπάθεια απόκρυψης
- Απολύτως προφανής
- "Κακή περιφρόνηση του νόμου"
- "Μια κραυγαλέα έκκληση στη ματαιοδοξία"
- "Μια φλογερή αδιακρισία"
- συνώνυμο:
- κραυγαλέα ,
- φλόγεσ ,
- εμφανήσ
Examples of using
It's too conspicuous.
Είναι πολύ εμφανές.
It's too conspicuous.
Είναι πολύ εμφανές.