Translation meaning & definition of the word "console" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κονσόλα" στην ελληνική γλώσσα
Console
[Κονσόλα]noun
1. A small table fixed to a wall or designed to stand against a wall
- synonym:
- console table ,
- console
1. Ένα μικρό τραπέζι στερεωμένο σε έναν τοίχο ή σχεδιασμένο για να σταθεί ενάντια σε έναν τοίχο
- συνώνυμο:
- πίνακας κονσολών ,
- κονσόλα
2. A scientific instrument consisting of displays and an input device that an operator can use to monitor and control a system (especially a computer system)
- synonym:
- console
2. Ένα επιστημονικό όργανο που αποτελείται από οθόνες και μια συσκευή εισόδου που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας χειριστής για την παρακολούθηση και (
- συνώνυμο:
- κονσόλα
3. An ornamental scroll-shaped bracket (especially one used to support a wall fixture)
- "The bust of napoleon stood on a console"
- synonym:
- console
3. Ένα διακοσμητικό βραχίονα σε σχήμα κύλισης (ειδικά ένα που χρησιμοποιείται για την υποστήριξη ενός εξαρτήματος τοίχου)
- "Η προτομή του ναπολέοντα στάθηκε σε μια κονσόλα"
- συνώνυμο:
- κονσόλα
4. Housing for electronic instruments, as radio or television
- synonym:
- cabinet ,
- console
4. Στέγαση για ηλεκτρονικά όργανα, όπως ραδιόφωνο ή τηλεόραση
- συνώνυμο:
- ντουλάπι ,
- κονσόλα
verb
1. Give moral or emotional strength to
- synonym:
- comfort ,
- soothe ,
- console ,
- solace
1. Δώστε ηθική ή συναισθηματική δύναμη στο
- συνώνυμο:
- άνεση ,
- απαλύνω ,
- κονσόλα ,
- παρηγοριά