Translation meaning & definition of the word "consequent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επακόλουθο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Consequent
[Επακόλουθοσ]/kɑnsəkwənt/
adjective
1. Following or accompanying as a consequence
- "An excessive growth of bureaucracy, with attendant problems"
- "Snags incidental to the changeover in management"
- "Attendant circumstances"
- "The period of tension and consequent need for military preparedness"
- "The ensuant response to his appeal"
- "The resultant savings were considerable"
- synonym:
- attendant ,
- consequent ,
- accompanying ,
- concomitant ,
- incidental ,
- ensuant ,
- resultant ,
- sequent
1. Ακολουθεί ή συνοδεύει ως συνέπεια
- "Υπερβολική ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, με προβλήματα συμμετοχής"
- "Σημεία τυχαία στη μετάβαση στη διαχείριση"
- "Περιστάσεις παρακολούθησης"
- "Η περίοδος έντασης και η επακόλουθη ανάγκη για στρατιωτική ετοιμότητα"
- "Η επακόλουθη απάντηση στην έκκλησή του"
- "Η εξοικονόμηση που προέκυψε ήταν σημαντική"
- συνώνυμο:
- συνοδός ,
- επακόλουθο ,
- συνοδευτικός ,
- ταυτόχρονοσ ,
- τυχαίος ,
- ενάγων ,
- προκύπτουσα ,
- ακολουθία