Translation meaning & definition of the word "consecrated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφιερωμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Consecrated
[Αφιερωμένο]/kɑnsəkretɪd/
adjective
1. Solemnly dedicated to or set apart for a high purpose
- "A life consecrated to science"
- "The consecrated chapel"
- "A chapel dedicated to the dead of world war ii"
- synonym:
- consecrated ,
- consecrate ,
- dedicated
1. Επίσημα αφιερωμένο ή ξεχωριστό για υψηλό σκοπό
- "Μια ζωή αφιερωμένη στην επιστήμη"
- "Το αφιερωμένο παρεκκλήσι"
- "Ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στους νεκρούς του α ́ παγκοσμίου πολέμου"
- συνώνυμο:
- αφιερωμένο ,
- αφιερώνω ,
- αφιερωμένος
2. Made or declared or believed to be holy
- Devoted to a deity or some religious ceremony or use
- "A consecrated church"
- "The sacred mosque"
- "Sacred elephants"
- "Sacred bread and wine"
- "Sanctified wine"
- synonym:
- consecrated ,
- sacred ,
- sanctified
2. Φτιαγμένο ή δηλωμένο ή πιστεύεται ότι είναι ιερό
- Αφιερωμένο σε μια θεότητα ή κάποια θρησκευτική τελετή ή χρήση
- "Μια αφιερωμένη εκκλησία"
- "Το ιερό τζαμί"
- "Ιεροί ελέφαντες"
- "Ιερό ψωμί και κρασί"
- "Απολιθωμένο κρασί"
- συνώνυμο:
- αφιερωμένο ,
- ιερός ,
- αγιασμένο