Translation meaning & definition of the word "conscription" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνδρομή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conscription
[Στρατολόγηση]/kənskrɪpʃən/
noun
1. Compulsory military service
- synonym:
- conscription ,
- muster ,
- draft ,
- selective service
1. Υποχρεωτική στρατιωτική θητεία
- συνώνυμο:
- στρατολόγηση ,
- συγκεντρωτήσ ,
- σχέδιο ,
- επιλεκτική υπηρεσία