Translation meaning & definition of the word "conscientious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευσυνείδητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conscientious
[Συνειδητός]/kɑnʃiɛnʃəs/
adjective
1. Characterized by extreme care and great effort
- "Conscientious application to the work at hand"
- "Painstaking research"
- "Scrupulous attention to details"
- synonym:
- conscientious ,
- painstaking ,
- scrupulous
1. Χαρακτηρίζεται από ακραία φροντίδα και μεγάλη προσπάθεια
- "Ευσυνείδητη εφαρμογή στην εργασία στο χέρι"
- "Παρακινούμενη έρευνα"
- "Ευσεβής προσοχή στις λεπτομέρειες"
- συνώνυμο:
- συνείδηση ,
- επίπονη ,
- ευσεβήσ
2. Guided by or in accordance with conscience or sense of right and wrong
- "A conscientious decision to speak out about injustice"
- synonym:
- conscientious
2. Καθοδηγείται από ή σύμφωνα με τη συνείδηση ή την αίσθηση του σωστού και του λάθους
- "Μια ευσυνείδητη απόφαση να μιλήσουμε για την αδικία"
- συνώνυμο:
- συνείδηση