Translation meaning & definition of the word "conscience" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιστήμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conscience
[Συνείδηση]/kɑnʃəns/
noun
1. Motivation deriving logically from ethical or moral principles that govern a person's thoughts and actions
- synonym:
- conscience ,
- scruples ,
- moral sense ,
- sense of right and wrong
1. Κίνητρα που προέρχονται λογικά από ηθικές ή ηθικές αρχές που διέπουν τις σκέψεις και τις πράξεις ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- συνείδηση ,
- αναβλύζει ,
- ηθική αίσθηση ,
- αίσθηση του σωστού και του λάθους
2. Conformity to one's own sense of right conduct
- "A person of unflagging conscience"
- synonym:
- conscience
2. Συμμόρφωση με την αίσθηση της σωστής συμπεριφοράς
- "Ένας άνθρωπος με ακατάστατη συνείδηση"
- συνώνυμο:
- συνείδηση
3. A feeling of shame when you do something immoral
- "He has no conscience about his cruelty"
- synonym:
- conscience
3. Αίσθημα ντροπής όταν κάνεις κάτι ανήθικο
- "Δεν έχει συνείδηση για τη σκληρότητά του"
- συνώνυμο:
- συνείδηση
Examples of using
What can be added to the happiness of a man who is in health, out of debt, and has a clear conscience?
Τι μπορεί να προστεθεί στην ευτυχία ενός ανθρώπου που είναι στην υγεία, στο χρέος, και έχει καθαρή συνείδηση?
Now I can go home with good conscience.
Τώρα μπορώ να πάω σπίτι με καλή συνείδηση.
That's his guilty conscience speaking.
Αυτή είναι η ένοχη συνείδησή του που μιλάει.