Translation meaning & definition of the word "conquest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάκτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conquest
[Κατάκτηση]/kɑŋkwɛst/
noun
1. The act of conquering
- synonym:
- conquest ,
- conquering ,
- subjection ,
- subjugation
1. Η πράξη της κατάκτησης
- συνώνυμο:
- κατάκτηση ,
- υποταγή ,
- υποδούλωση
2. Success in mastering something difficult
- "The conquest of space"
- synonym:
- conquest
2. Επιτυχία στην κατάκτηση κάτι δύσκολο
- "Η κατάκτηση του διαστήματος"
- συνώνυμο:
- κατάκτηση
3. An act of winning the love or sexual favor of someone
- synonym:
- seduction ,
- conquest
3. Μια πράξη να κερδίσει την αγάπη ή τη σεξουαλική εύνοια κάποιου
- συνώνυμο:
- αποπλάνηση ,
- κατάκτηση