Translation meaning & definition of the word "conqueror" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατακτητής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conqueror
[Κατακτητήσ]/kɑŋkərər/
noun
1. Someone who is victorious by force of arms
- synonym:
- conqueror ,
- vanquisher
1. Κάποιος που νικιέται με τη δύναμη των όπλων
- συνώνυμο:
- κατακτητής ,
- νικητήσ