Translation meaning & definition of the word "conquering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατακτώντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conquering
[Κατακτώντασ]/kɑŋkərɪŋ/
noun
1. The act of conquering
- synonym:
- conquest ,
- conquering ,
- subjection ,
- subjugation
1. Η πράξη της κατάκτησης
- συνώνυμο:
- κατάκτηση ,
- υποταγή ,
- υποδούλωση
Examples of using
The Romans would never have had enough time for conquering the world if they had first been required to study Latin.
Οι Ρωμαίοι δεν θα είχαν ποτέ αρκετό χρόνο για να κατακτήσουν τον κόσμο αν είχαν αναγκαστεί να σπουδάσουν λατινικά.