Translation meaning & definition of the word "connection" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύνδεση" στην ελληνική γλώσσα
Connection
[Σύνδεση]noun
1. A relation between things or events (as in the case of one causing the other or sharing features with it)
- "There was a connection between eating that pickle and having that nightmare"
- synonym:
- connection ,
- connexion ,
- connectedness
1. Μια σχέση μεταξύ πραγμάτων ή γεγονότων (α στην περίπτωση του ενός που προκαλεί το άλλο ή μοιράζεται χαρακτηριστικά με αυτό)
- "Υπήρχε μια σύνδεση μεταξύ της κατανάλωσης εκείνου του τουρσί και του εφιάλτη"
- συνώνυμο:
- σύνδεση ,
- συνδεσιμότητα
2. The state of being connected
- "The connection between church and state is inescapable"
- synonym:
- connection ,
- link ,
- connectedness
2. Η κατάσταση της σύνδεσης
- "Η σύνδεση μεταξύ εκκλησίας και κράτους είναι αναπόφευκτη"
- συνώνυμο:
- σύνδεση ,
- σύνδεσμος ,
- συνδεσιμότητα
3. An instrumentality that connects
- "He soldered the connection"
- "He didn't have the right connector between the amplifier and the speakers"
- synonym:
- connection ,
- connexion ,
- connector ,
- connecter ,
- connective
3. Ένα όργανο που συνδέει
- "Συνέλαβε τη σύνδεση"
- "Δεν είχε το σωστό συνδετήρα μεταξύ του ενισχυτή και των ηχείων"
- συνώνυμο:
- σύνδεση ,
- συνδετήρας ,
- συνδετήρασ ,
- συνδετικός
4. (usually plural) a person who is influential and to whom you are connected in some way (as by family or friendship)
- "He has powerful connections"
- synonym:
- connection
4. (συνήθως πλουραλ) ένα άτομο που έχει επιρροή και στο οποίο συνδέεστε με κάποιο τρόπο (α με την οικογένεια ή τη φιλία)
- "Έχει ισχυρές συνδέσεις"
- συνώνυμο:
- σύνδεση
5. The process of bringing ideas or events together in memory or imagination
- "Conditioning is a form of learning by association"
- synonym:
- association ,
- connection ,
- connexion
5. Η διαδικασία της συγκέντρωσης ιδεών ή γεγονότων στη μνήμη ή τη φαντασία
- "Ο κλιματισμός είναι μια μορφή μάθησης από την ένωση"
- συνώνυμο:
- σύνδεσμος ,
- σύνδεση
6. A connecting shape
- synonym:
- connection ,
- connexion ,
- link
6. Ένα σχήμα σύνδεσης
- συνώνυμο:
- σύνδεση ,
- σύνδεσμος
7. A supplier (especially of narcotics)
- synonym:
- connection
7. Προμηθευτής (ειδικά ναρκωτικών)
- συνώνυμο:
- σύνδεση
8. Shifting from one form of transportation to another
- "The plane was late and he missed his connection in atlanta"
- synonym:
- connection ,
- connexion
8. Μετατόπιση από τη μία μορφή μεταφοράς στην άλλη
- "Το αεροπλάνο καθυστέρησε και έχασε τη σύνδεσή του στην ατλάντα"
- συνώνυμο:
- σύνδεση
9. The act of bringing two things into contact (especially for communication)
- "The joining of hands around the table"
- "There was a connection via the internet"
- synonym:
- joining ,
- connection ,
- connexion
9. Η πράξη της έφερε δύο πράγματα σε επαφή (ειδικά για την επικοινωνία)
- "Η ένωση των χεριών γύρω από το τραπέζι"
- "Υπήρχε σύνδεση μέσω του διαδικτύου"
- συνώνυμο:
- συνδέω ,
- σύνδεση