Translation meaning & definition of the word "conjoined" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνδεδεμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Conjoined
[Συνενώνονται]/kɑnʤɔɪnd/
adjective
1. Consisting of two or more associated entities
- "The interplay of these conjoined yet opposed factors"
- "Social order and prosperity, the conjoint aims of government"- j.k.fairbank
- synonym:
- conjoined ,
- conjoint
1. Αποτελείται από δύο ή περισσότερες συνδεδεμένες οντότητες
- "Η αλληλεπίδραση αυτών των συνδεδεμένων αλλά αντίθετων παραγόντων"
- "Κοινωνική τάξη και ευημερία, οι συνδεδεμένοι στόχοι της κυβέρνησης" - τζ.κ.φάιρμπανκ
- συνώνυμο:
- συνυφασμένο ,
- συνδέω